ΜΑΘΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ

Ρωτήστε τον Γιατρό

Βρείτε απαντήσεις στα πιο συχνά ερωτήματα

Παχύ Έντερο

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια σε αυτούς τους ασθενείς θα προσφερόταν μόνο η παρηγοριά της χημειοθεραπείας, χωρίς καμία πιθανότητα ίασης.

Τα τελευταία χρόνια η εξέλιξη της ιατρικής έχει δρομολογήσει συνθήκες κατάλληλες που έχουν αναστρέψει σε μεγάλο βαθμό αυτό το αρνητικό τοπίο.

Την στιγμή της διάγνωσης του καρκίνου του παχέος εντέρου πάνω από το 30% των ασθενών θα έχει ήδη μεταστάσεις στο ήπαρ και σχεδόν το 60% θα αναπτύξει μεταστάσεις στο μέλλον. Χωρίς καμία θεραπεία αυτοί οι ασθενείς έχουν μια μέση επιβίωση που κυμαίνεται από 6 ως 12 μήνες. Μόνο με την χημειοθεραπεία μπορεί να φτάσει τους 24 μήνες. Όμως, μόνο η χειρουργική εξαίρεση μπορεί να προσφέρει επιβίωση της τάξης περίπου του 50% στην πενταετία.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν αναπτυχθεί νέες ογκολογικές, ακτινολογικές και χειρουργικές θεραπείες. Η ανάπτυξη εξαιρετικών αντινεοπλασματικών φαρμάκων έχει αυξήσει σε μεγάλο βαθμό την επιβίωση των ασθενών είτε με χειρουργικά εξαιρέσιμες ηπατικές μεταστάσεις (30%) είτε όχι (70%). Στο χειρουργικό πεδίο περιλαμβάνονται η ηπατεκτομή με εμβολισμό της πυλαίας φλέβας, η ηπατεκτομή σε δύο στάδια, η ηπατεκτομή μετά από χημειοθεραπεία επαναεισαγωγής (μειώνει τον καρκίνο ώστε ο ασθενής να μπορεί να χειρουργηθεί) και συνδυασμός ηπατεκτομής με μεθόδους τοπικής καταστροφής των μεταστατικών όγκων (π.χ. ραδιοσυχνότητες).

Τελευταία μάλιστα, έχει προταθεί ακόμα και η μεταμόσχευση ήπατος σε πολύ ειδικές περιπτώσεις ασθενών με ειδικούς θετικούς προγνωστικούς παράγοντες. Σαν συμπέρασμα μπορούμε να πούμε πως η εξέλιξη στις χειρουργικές τεχνικές αλλά και στην χημειοθεραπεία, έχουν αυξήσει τον αριθμό των ασθενών που πια μπορούν να χειρουργηθούν. Σημαντικό ρόλο παίζει το ογκολογικό συμβούλιο ώστε να επιλεγούν εκείνοι οι ασθενείς που θα ωφεληθούν από το χειρουργείο και ταυτόχρονα εκείνων που θα αποφύγουν ένα «άχρηστο» χειρουργείο.

Ο καρκίνος του παγκρέατος παραμένει μέχρι στιγμής ένας πολύ δύσκολος αντίπαλος να αντιμετωπισθεί. Υπολογίζεται πως μέχρι το 2030 θα αποτελεί την 2η αιτία θανάτου από καρκίνο αν δεν ληφθούν κατάλληλα μέτρα. Σήμερα, αποτελεί την 4η αιτία θανάτου από καρκίνο παγκοσμίως.

Η χειρουργική θεραπεία παραμένει η μόνη θεραπεία για αυτούς τους ασθενείς. Παρόλα αυτά, λιγότερο από το 20% των ασθενών που θα εμφανίσουν παγκρεατικό καρκίνο μπορούν να χειρουργηθούν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως την στιγμή της διάγνωσης η πλειοψηφία αυτών των ασθενών έχει ήδη απομακρυσμένες μεταστάσεις ή τοπικά εκτεταμένο καρκίνο.

Η μεγάλη θνητότητα του επίσης, οφείλεται στην εξαιρετικά επιθετική βιολογία του και στην αντίσταση του στα αντινεοπλασματικά φάρμακα. Δυστυχώς, ο καρκίνος του παγκρέατος είναι δύσκολο να ανιχνευθεί στα αρχικά του στάδια γιατί δεν παρουσιάζει συγκεκριμένα συμπτώματα.

Όταν αυτά εμφανίζονται είναι συνήθως άτυπα (πόνος στην πλάτη, ανορεξία, ίκτερος).
Επομένως, η πρόκληση είναι να αναγνωρίσουμε εκείνες τις ομάδες υψηλού κινδύνου. Ο στόχος λοιπόν είναι η συστηματική παρακολούθηση, με απεικονιστικές εξετάσεις (CT, MRI, EUS) και εφαρμογή ειδικών βιοδεικτών ώστε να επιτευχθεί η έγκαιρη διάγνωση της νόσου σε αυτά τα άτομα υψηλού κινδύνου.
Οι ασθενείς που παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης παγκρεατικού καρκίνου είναι άτομα με οικογενειακό ιστορικό λόγω γονιδιακών μεταλλάξεων, ασθενείς με ιστορικό χρόνιας παγκρεατίτιδας, ασθενείς με βλεννώδεις κυστικές βλάβες παγκρέατος (ΙΡΜΝ) καθώς και ξαφνική ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη, κυρίως σε μεγάλη ηλικία.
Η θεραπεία της νόσου παραμένει το χειρουργείο. Η παγκρεατοδωδεκαδακτυλεκτομή (Whipple's procedure) και η περιφερική παγκρεατεκτομή αποτελούν τις βασικές επεμβάσεις. Συνεπικουρούν βέβαια και άλλες θεραπείες όπως η χημειοθεραπεία, η ακτινοθεραπεία και νέες τεχνικές όπως η μη αναστρέψιμη ηλεκτροδιάτρηση (IRE-irreversibile electroporation) και οι ραδιοσυχνότητες (ablation).

Η βελτίωση των χειρουργικών τεχνικών και η αύξηση της εμπειρίας σε εξειδικευμένα κέντρα μείωσαν τα ποσοστά μετεγχειρητικής θνητότητας σε λιγότερο από 3%. Στοιχεία από πρόσφατες μελέτες δείχνουν πως ο συνδυασμός της προεγχειρητικής χημειοθεραπείας με ένα άρτιο χειρουργείο, έχουν αυξήσει τα ποσοστά επιβίωσης περίπου στο 40% σε ασθενείς που βρίσκονται σε αρχικό στάδιο της νόσου.

Οι πολύποδες της χοληδόχου κύστης αποτελούν συχνό εύρημα κατά την διάρκεια υπερηχογραφήματος της κοιλίας. Παρουσιάζουν μια συχνότητα εμφάνισης στους ενήλικες μεταξύ 0,3-12,3%.

Διακρίνονται σε καλοήθεις και κακοήθεις.

Παρόλα αυτά, μόνο το 5% αυτών των πολυπόδων είναι «αληθείς» και μπορεί κατά την διάρκεια της εξέτασης να είναι κακοήθεις ή δυνητικά κακοήθεις. Οι μέχρι τώρα οδηγίες αναφέρουν πως στους ασυμπτωματικούς ασθενείς με πολύποδες >10 mm συστήνεται χολοκυστεκτομή.

Στους συμπτωματικούς ασθενείς με χολολιθίαση και πολύποδες, η χολοκυστεκτομή είναι η ενδεδειγμένη θεραπεία. Επίσης, η χολοκυστεκτομή συστήνεται όταν η μέγιστη διάμετρος του μεγαλύτερου πολύποδα κυμαίνεται από 6-9 mm, στους ασθενείς με παράγοντες κινδύνου όπως ηλικία> 50 ετών, σκληρυντική χολαγγειϊτιδα, ιστορικό κακοήθειας και ινδικής καταγωγής.

Τέλος, σε εκείνους με διάμετρο μεταξύ 6- 9 mm που δεν υπάρχουν παράγοντες κινδύνου ή με παράγοντες κινδύνου αλλά με πολύποδες < 5 mm συστήνεται υπερηχογραφικός έλεγχος στους 6 μήνες, 1, 3 και 5 έτη. Είναι γεγονός πως τα προαναφερόμενα κριτήρια μπορεί να οδηγήσουν σε κάποιες μη απαραίτητες χολοκυστεκτομές.

Παρόλα αυτά, αποτελούν το καλύτερο σύστημα διάκρισης μεταξύ καλοηθών και κακοηθών πολυπόδων της χοληδόχου κύστης. Σίγουρα, χρειάζονται νέες μελέτες καθώς και βελτίωση των απεικονιστικών μας εξετάσεων.

Πάγκρεας

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια σε αυτούς τους ασθενείς θα προσφερόταν μόνο η παρηγοριά της χημειοθεραπείας, χωρίς καμία πιθανότητα ίασης.

Τα τελευταία χρόνια η εξέλιξη της ιατρικής έχει δρομολογήσει συνθήκες κατάλληλες που έχουν αναστρέψει σε μεγάλο βαθμό αυτό το αρνητικό τοπίο.

Την στιγμή της διάγνωσης του καρκίνου του παχέος εντέρου πάνω από το 30% των ασθενών θα έχει ήδη μεταστάσεις στο ήπαρ και σχεδόν το 60% θα αναπτύξει μεταστάσεις στο μέλλον. Χωρίς καμία θεραπεία αυτοί οι ασθενείς έχουν μια μέση επιβίωση που κυμαίνεται από 6 ως 12 μήνες. Μόνο με την χημειοθεραπεία μπορεί να φτάσει τους 24 μήνες. Όμως, μόνο η χειρουργική εξαίρεση μπορεί να προσφέρει επιβίωση της τάξης περίπου του 50% στην πενταετία.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν αναπτυχθεί νέες ογκολογικές, ακτινολογικές και χειρουργικές θεραπείες. Η ανάπτυξη εξαιρετικών αντινεοπλασματικών φαρμάκων έχει αυξήσει σε μεγάλο βαθμό την επιβίωση των ασθενών είτε με χειρουργικά εξαιρέσιμες ηπατικές μεταστάσεις (30%) είτε όχι (70%). Στο χειρουργικό πεδίο περιλαμβάνονται η ηπατεκτομή με εμβολισμό της πυλαίας φλέβας, η ηπατεκτομή σε δύο στάδια, η ηπατεκτομή μετά από χημειοθεραπεία επαναεισαγωγής (μειώνει τον καρκίνο ώστε ο ασθενής να μπορεί να χειρουργηθεί) και συνδυασμός ηπατεκτομής με μεθόδους τοπικής καταστροφής των μεταστατικών όγκων (π.χ. ραδιοσυχνότητες).

Τελευταία μάλιστα, έχει προταθεί ακόμα και η μεταμόσχευση ήπατος σε πολύ ειδικές περιπτώσεις ασθενών με ειδικούς θετικούς προγνωστικούς παράγοντες. Σαν συμπέρασμα μπορούμε να πούμε πως η εξέλιξη στις χειρουργικές τεχνικές αλλά και στην χημειοθεραπεία, έχουν αυξήσει τον αριθμό των ασθενών που πια μπορούν να χειρουργηθούν. Σημαντικό ρόλο παίζει το ογκολογικό συμβούλιο ώστε να επιλεγούν εκείνοι οι ασθενείς που θα ωφεληθούν από το χειρουργείο και ταυτόχρονα εκείνων που θα αποφύγουν ένα «άχρηστο» χειρουργείο.

Ο καρκίνος του παγκρέατος παραμένει μέχρι στιγμής ένας πολύ δύσκολος αντίπαλος να αντιμετωπισθεί. Υπολογίζεται πως μέχρι το 2030 θα αποτελεί την 2η αιτία θανάτου από καρκίνο αν δεν ληφθούν κατάλληλα μέτρα. Σήμερα, αποτελεί την 4η αιτία θανάτου από καρκίνο παγκοσμίως.

Η χειρουργική θεραπεία παραμένει η μόνη θεραπεία για αυτούς τους ασθενείς. Παρόλα αυτά, λιγότερο από το 20% των ασθενών που θα εμφανίσουν παγκρεατικό καρκίνο μπορούν να χειρουργηθούν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως την στιγμή της διάγνωσης η πλειοψηφία αυτών των ασθενών έχει ήδη απομακρυσμένες μεταστάσεις ή τοπικά εκτεταμένο καρκίνο.

Η μεγάλη θνητότητα του επίσης, οφείλεται στην εξαιρετικά επιθετική βιολογία του και στην αντίσταση του στα αντινεοπλασματικά φάρμακα. Δυστυχώς, ο καρκίνος του παγκρέατος είναι δύσκολο να ανιχνευθεί στα αρχικά του στάδια γιατί δεν παρουσιάζει συγκεκριμένα συμπτώματα.

Όταν αυτά εμφανίζονται είναι συνήθως άτυπα (πόνος στην πλάτη, ανορεξία, ίκτερος).
Επομένως, η πρόκληση είναι να αναγνωρίσουμε εκείνες τις ομάδες υψηλού κινδύνου. Ο στόχος λοιπόν είναι η συστηματική παρακολούθηση, με απεικονιστικές εξετάσεις (CT, MRI, EUS) και εφαρμογή ειδικών βιοδεικτών ώστε να επιτευχθεί η έγκαιρη διάγνωση της νόσου σε αυτά τα άτομα υψηλού κινδύνου.
Οι ασθενείς που παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης παγκρεατικού καρκίνου είναι άτομα με οικογενειακό ιστορικό λόγω γονιδιακών μεταλλάξεων, ασθενείς με ιστορικό χρόνιας παγκρεατίτιδας, ασθενείς με βλεννώδεις κυστικές βλάβες παγκρέατος (ΙΡΜΝ) καθώς και ξαφνική ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη, κυρίως σε μεγάλη ηλικία.
Η θεραπεία της νόσου παραμένει το χειρουργείο. Η παγκρεατοδωδεκαδακτυλεκτομή (Whipple's procedure) και η περιφερική παγκρεατεκτομή αποτελούν τις βασικές επεμβάσεις. Συνεπικουρούν βέβαια και άλλες θεραπείες όπως η χημειοθεραπεία, η ακτινοθεραπεία και νέες τεχνικές όπως η μη αναστρέψιμη ηλεκτροδιάτρηση (IRE-irreversibile electroporation) και οι ραδιοσυχνότητες (ablation).

Η βελτίωση των χειρουργικών τεχνικών και η αύξηση της εμπειρίας σε εξειδικευμένα κέντρα μείωσαν τα ποσοστά μετεγχειρητικής θνητότητας σε λιγότερο από 3%. Στοιχεία από πρόσφατες μελέτες δείχνουν πως ο συνδυασμός της προεγχειρητικής χημειοθεραπείας με ένα άρτιο χειρουργείο, έχουν αυξήσει τα ποσοστά επιβίωσης περίπου στο 40% σε ασθενείς που βρίσκονται σε αρχικό στάδιο της νόσου.

Οι πολύποδες της χοληδόχου κύστης αποτελούν συχνό εύρημα κατά την διάρκεια υπερηχογραφήματος της κοιλίας. Παρουσιάζουν μια συχνότητα εμφάνισης στους ενήλικες μεταξύ 0,3-12,3%.

Διακρίνονται σε καλοήθεις και κακοήθεις.

Παρόλα αυτά, μόνο το 5% αυτών των πολυπόδων είναι «αληθείς» και μπορεί κατά την διάρκεια της εξέτασης να είναι κακοήθεις ή δυνητικά κακοήθεις. Οι μέχρι τώρα οδηγίες αναφέρουν πως στους ασυμπτωματικούς ασθενείς με πολύποδες >10 mm συστήνεται χολοκυστεκτομή.

Στους συμπτωματικούς ασθενείς με χολολιθίαση και πολύποδες, η χολοκυστεκτομή είναι η ενδεδειγμένη θεραπεία. Επίσης, η χολοκυστεκτομή συστήνεται όταν η μέγιστη διάμετρος του μεγαλύτερου πολύποδα κυμαίνεται από 6-9 mm, στους ασθενείς με παράγοντες κινδύνου όπως ηλικία> 50 ετών, σκληρυντική χολαγγειϊτιδα, ιστορικό κακοήθειας και ινδικής καταγωγής.

Τέλος, σε εκείνους με διάμετρο μεταξύ 6- 9 mm που δεν υπάρχουν παράγοντες κινδύνου ή με παράγοντες κινδύνου αλλά με πολύποδες < 5 mm συστήνεται υπερηχογραφικός έλεγχος στους 6 μήνες, 1, 3 και 5 έτη. Είναι γεγονός πως τα προαναφερόμενα κριτήρια μπορεί να οδηγήσουν σε κάποιες μη απαραίτητες χολοκυστεκτομές.

Παρόλα αυτά, αποτελούν το καλύτερο σύστημα διάκρισης μεταξύ καλοηθών και κακοηθών πολυπόδων της χοληδόχου κύστης. Σίγουρα, χρειάζονται νέες μελέτες καθώς και βελτίωση των απεικονιστικών μας εξετάσεων.

Χοληδόχος Κύστη

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια σε αυτούς τους ασθενείς θα προσφερόταν μόνο η παρηγοριά της χημειοθεραπείας, χωρίς καμία πιθανότητα ίασης.

Τα τελευταία χρόνια η εξέλιξη της ιατρικής έχει δρομολογήσει συνθήκες κατάλληλες που έχουν αναστρέψει σε μεγάλο βαθμό αυτό το αρνητικό τοπίο.

Την στιγμή της διάγνωσης του καρκίνου του παχέος εντέρου πάνω από το 30% των ασθενών θα έχει ήδη μεταστάσεις στο ήπαρ και σχεδόν το 60% θα αναπτύξει μεταστάσεις στο μέλλον. Χωρίς καμία θεραπεία αυτοί οι ασθενείς έχουν μια μέση επιβίωση που κυμαίνεται από 6 ως 12 μήνες. Μόνο με την χημειοθεραπεία μπορεί να φτάσει τους 24 μήνες. Όμως, μόνο η χειρουργική εξαίρεση μπορεί να προσφέρει επιβίωση της τάξης περίπου του 50% στην πενταετία.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν αναπτυχθεί νέες ογκολογικές, ακτινολογικές και χειρουργικές θεραπείες. Η ανάπτυξη εξαιρετικών αντινεοπλασματικών φαρμάκων έχει αυξήσει σε μεγάλο βαθμό την επιβίωση των ασθενών είτε με χειρουργικά εξαιρέσιμες ηπατικές μεταστάσεις (30%) είτε όχι (70%). Στο χειρουργικό πεδίο περιλαμβάνονται η ηπατεκτομή με εμβολισμό της πυλαίας φλέβας, η ηπατεκτομή σε δύο στάδια, η ηπατεκτομή μετά από χημειοθεραπεία επαναεισαγωγής (μειώνει τον καρκίνο ώστε ο ασθενής να μπορεί να χειρουργηθεί) και συνδυασμός ηπατεκτομής με μεθόδους τοπικής καταστροφής των μεταστατικών όγκων (π.χ. ραδιοσυχνότητες).

Τελευταία μάλιστα, έχει προταθεί ακόμα και η μεταμόσχευση ήπατος σε πολύ ειδικές περιπτώσεις ασθενών με ειδικούς θετικούς προγνωστικούς παράγοντες. Σαν συμπέρασμα μπορούμε να πούμε πως η εξέλιξη στις χειρουργικές τεχνικές αλλά και στην χημειοθεραπεία, έχουν αυξήσει τον αριθμό των ασθενών που πια μπορούν να χειρουργηθούν. Σημαντικό ρόλο παίζει το ογκολογικό συμβούλιο ώστε να επιλεγούν εκείνοι οι ασθενείς που θα ωφεληθούν από το χειρουργείο και ταυτόχρονα εκείνων που θα αποφύγουν ένα «άχρηστο» χειρουργείο.

Ο καρκίνος του παγκρέατος παραμένει μέχρι στιγμής ένας πολύ δύσκολος αντίπαλος να αντιμετωπισθεί. Υπολογίζεται πως μέχρι το 2030 θα αποτελεί την 2η αιτία θανάτου από καρκίνο αν δεν ληφθούν κατάλληλα μέτρα. Σήμερα, αποτελεί την 4η αιτία θανάτου από καρκίνο παγκοσμίως.

Η χειρουργική θεραπεία παραμένει η μόνη θεραπεία για αυτούς τους ασθενείς. Παρόλα αυτά, λιγότερο από το 20% των ασθενών που θα εμφανίσουν παγκρεατικό καρκίνο μπορούν να χειρουργηθούν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως την στιγμή της διάγνωσης η πλειοψηφία αυτών των ασθενών έχει ήδη απομακρυσμένες μεταστάσεις ή τοπικά εκτεταμένο καρκίνο.

Η μεγάλη θνητότητα του επίσης, οφείλεται στην εξαιρετικά επιθετική βιολογία του και στην αντίσταση του στα αντινεοπλασματικά φάρμακα. Δυστυχώς, ο καρκίνος του παγκρέατος είναι δύσκολο να ανιχνευθεί στα αρχικά του στάδια γιατί δεν παρουσιάζει συγκεκριμένα συμπτώματα.

Όταν αυτά εμφανίζονται είναι συνήθως άτυπα (πόνος στην πλάτη, ανορεξία, ίκτερος).
Επομένως, η πρόκληση είναι να αναγνωρίσουμε εκείνες τις ομάδες υψηλού κινδύνου. Ο στόχος λοιπόν είναι η συστηματική παρακολούθηση, με απεικονιστικές εξετάσεις (CT, MRI, EUS) και εφαρμογή ειδικών βιοδεικτών ώστε να επιτευχθεί η έγκαιρη διάγνωση της νόσου σε αυτά τα άτομα υψηλού κινδύνου.
Οι ασθενείς που παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης παγκρεατικού καρκίνου είναι άτομα με οικογενειακό ιστορικό λόγω γονιδιακών μεταλλάξεων, ασθενείς με ιστορικό χρόνιας παγκρεατίτιδας, ασθενείς με βλεννώδεις κυστικές βλάβες παγκρέατος (ΙΡΜΝ) καθώς και ξαφνική ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη, κυρίως σε μεγάλη ηλικία.
Η θεραπεία της νόσου παραμένει το χειρουργείο. Η παγκρεατοδωδεκαδακτυλεκτομή (Whipple's procedure) και η περιφερική παγκρεατεκτομή αποτελούν τις βασικές επεμβάσεις. Συνεπικουρούν βέβαια και άλλες θεραπείες όπως η χημειοθεραπεία, η ακτινοθεραπεία και νέες τεχνικές όπως η μη αναστρέψιμη ηλεκτροδιάτρηση (IRE-irreversibile electroporation) και οι ραδιοσυχνότητες (ablation).

Η βελτίωση των χειρουργικών τεχνικών και η αύξηση της εμπειρίας σε εξειδικευμένα κέντρα μείωσαν τα ποσοστά μετεγχειρητικής θνητότητας σε λιγότερο από 3%. Στοιχεία από πρόσφατες μελέτες δείχνουν πως ο συνδυασμός της προεγχειρητικής χημειοθεραπείας με ένα άρτιο χειρουργείο, έχουν αυξήσει τα ποσοστά επιβίωσης περίπου στο 40% σε ασθενείς που βρίσκονται σε αρχικό στάδιο της νόσου.

Οι πολύποδες της χοληδόχου κύστης αποτελούν συχνό εύρημα κατά την διάρκεια υπερηχογραφήματος της κοιλίας. Παρουσιάζουν μια συχνότητα εμφάνισης στους ενήλικες μεταξύ 0,3-12,3%.

Διακρίνονται σε καλοήθεις και κακοήθεις.

Παρόλα αυτά, μόνο το 5% αυτών των πολυπόδων είναι «αληθείς» και μπορεί κατά την διάρκεια της εξέτασης να είναι κακοήθεις ή δυνητικά κακοήθεις. Οι μέχρι τώρα οδηγίες αναφέρουν πως στους ασυμπτωματικούς ασθενείς με πολύποδες >10 mm συστήνεται χολοκυστεκτομή.

Στους συμπτωματικούς ασθενείς με χολολιθίαση και πολύποδες, η χολοκυστεκτομή είναι η ενδεδειγμένη θεραπεία. Επίσης, η χολοκυστεκτομή συστήνεται όταν η μέγιστη διάμετρος του μεγαλύτερου πολύποδα κυμαίνεται από 6-9 mm, στους ασθενείς με παράγοντες κινδύνου όπως ηλικία> 50 ετών, σκληρυντική χολαγγειϊτιδα, ιστορικό κακοήθειας και ινδικής καταγωγής.

Τέλος, σε εκείνους με διάμετρο μεταξύ 6- 9 mm που δεν υπάρχουν παράγοντες κινδύνου ή με παράγοντες κινδύνου αλλά με πολύποδες < 5 mm συστήνεται υπερηχογραφικός έλεγχος στους 6 μήνες, 1, 3 και 5 έτη. Είναι γεγονός πως τα προαναφερόμενα κριτήρια μπορεί να οδηγήσουν σε κάποιες μη απαραίτητες χολοκυστεκτομές.

Παρόλα αυτά, αποτελούν το καλύτερο σύστημα διάκρισης μεταξύ καλοηθών και κακοηθών πολυπόδων της χοληδόχου κύστης. Σίγουρα, χρειάζονται νέες μελέτες καθώς και βελτίωση των απεικονιστικών μας εξετάσεων.